Life inside a grave
Life inside a grave
You were laid, Christ,
and armies of angels were astounded,
they praise Your consent
Life, how can You die?
How can You reside in a grave?
You abolish the realm of death
and resurrect Hades’ dead.
We exalt You,
Jesus King,
and honour Your burial and Your woes,
which saved us from dissolution
The One who placed all standards on earth,
(You are) lodging in a diminutive,
Jesus Global King, grave today,
resurrecting the deceased from the sepulchres
Ruler of everything
appearing dead,
and laid in an empty sepulchre,
the One who emptied the sepulchres of the dead
As if by a fount,
the double river,
poured forth from your side, irrigates us,
thus we reap the eternal Life.
More beautiful
than all mortals,
seeming to be indifferent death,
the One who beautified the nature of everything
Jesus, my sweet
and salvific light,
how can you be hidden away in a dark grave,
the One having ineffable and unutterable forbearance!
Whereas mortal You die,
willingly Saviour,
thereas God you resurrected the dead
from graves and the depths of sins
Nature wonders too,
spiritual and swarming
bodyless, Christ, (about) the mystery
of your unexpressible and unutterable burial
Oh strange miracles!
Oh new things!
The provider of my breath is carried breathless,
inhumed by the hand of Joseph
From dissolution came my life to, Saviour,
You by dying and by visiting
the dead and by breaking through
the bars of Hades’ [prison]
Oh lamp of light
now the flesh of God
under the earth buried like under a peck (of dirt)
and banishing the darkness in Hades
Under the earth You were buried
now just as a sun,
covered by the night of death
but risen brighter, Saviour
Onto the earth You descended,
to save Adam,
and since You didn’t find him on earth, Ruler,
You went down as far as Hades searching.
Just as a grain of wheat,
plunged in earths’ bosom,
You delivered ear of corn to the beflooded (by the Great Flood) ,
and You resurrected the mortals, Adam’s scion
As the sun’s disk
by the moon, Saviour,
(can be) hidden, and You have been hidden a grave now,
Your flesh eclipsed by death |
Η ζωή εν τάφω
Η ζωή εν τάφω
κατετέθης, Χριστέ,
και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο,
συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σήν.
Η ζωή πώς θνήσκεις;
πώς και τάφω οικείς;
του θανάτου το βασίλειον λύεις δε
και του Άδου τους νεκρούς εξανιστάς.
Μεγαλύνομέν σε,
Ιησού Βασιλεύ,
και τιμώμεν την ταφήν και τα πάθη σου,
δι’ ων έσωσας ημάς εκ της φθοράς.
Μέτρα γής ο στήσας,
εν σμικρώ κατοικείς,
Ιησού Παμβασιλεύ, τάφω σήμερον,
εκ μνημάτων τους θανόντας ανιστών.
Ο Δεσπότης πάντων
καθοράται νεκρός,
και εν μνήματι κενώ κατατίθεται,
ο κενώσας τα μνημεία των νεκρών.
Ως εκ κρήνης μίας,
τον διπλούν ποταμόν,
της πλευράς σου προχεούσης, αρδόμενοι,
την αθάνατον καρπούμεθα Ζωήν.
Ο ωραίος κάλλει
παρά πάντας βροτούς,
ως ανείδεος νεκρός καταφαίνεται,
ο την φύσιν ωραΐσας του παντός.
Ιησού, γλυκύ μοι,
και σωτήριον φως,
τάφω πώς εν σκοτεινώ κατακέκρυψαι,
ο αφάτου και αρρήτου ανοχής!
Ως βροτός μεν θνήσκεις,
εκουσίως, Σωτήρ,
ως Θεός δε τους νεκρούς εξανέστησας,
εκ μνημάτων και βυθού αμαρτιών.
Απορεί και φύσις,
νοερά και πληθύς,
η ασώματος, Χριστέ, το μυστήριον
της αφράστου και αρρήτου σου ταφής.
Ώ θαυμάτων ξένων!
Ω πραγμάτων καινών!
Ο πνοής μοι χορηγός άπνους φέρεται,
κηδευόμενος χερσί του Ιωσήφ.
Εκ φθοράς ανέβη η ζωή μου, Σωτήρ,
σου θανόντας και νεκροίς
προσφοιτήσαντος και συνθλάσαντος
του Άδου τους μοχλούς.
Ως φωτός λυχνία
νυν η σάρξ του Θεού,
υπό γην ως υπό μόδιον κρύπτεται
και διώκει τον εν Άδη σκοτασμόν.
Υπό γην εκρύβης,
ώσπερ ήλιος νυν,
και νυκτί τη του θανάτου κεκάλυψαι,
αλλ’ ανάτειλον φαιδρότερον, Σωτήρ.
Επί γης κατήλθες,
ίνα σώσης Αδάμ,
και εν γη μή ευρηκώς τούτον, Δέσποτα,
μέχρις Άδου κατελήλυθας ζητών.
Ώσπερ σίτου κόκκος,
υποδύς κόλπους γης,
τον πολύχουν αποδέδωκας άσταχυν,
αναστήσας τους βροτούς τους εξ Αδάμ.
Ως ηλίου δίσκον
η σελήνη, Σωτήρ,
αποκρύπτει, και Σε τάφος νυν έκρυψεν,
εκλιπόντα τω θανάτω σαρκικώς. |