Dionysios Solomos

Dionysios Solomos

Dionysios Solomos (April 8, 1798- February 9, 1857) was a Greek poet from Zakynthos, most known as the author of the poem, Hymn to Freedom in 1823, the first two verses of which became the Greek national anthem. A central figure in the School of the Seven Islands, Dionysios Solomos came to be thought of as the national poet of Greece, and is still considered as such, not only because he wrote the National Hymn, but because he made use of the pre-existing poetic tradition (the literature of Crete, folk songs) and because he was the first to systematically cultivate the Demotic Greek language and he was a trail-blazer for its use in literature, changing its level even more. Ο Διονύσιος Σολωμός (8 Απριλίου 1798 – 9 Φεβρουαρίου 1857) ήταν Ζακυνθινός Έλληνας ποιητής, περισσότερο γνωστός για τη συγγραφή του ποιήματος Ύμνος εις την Ελευθερίαν το 1823, οι πρώτες δυο στροφές του οποίου έγιναν ο ελληνικός εθνικός ύμνος. Κεντρικό πρόσωπο της Επτανησιακής σχολής, ο Διονύσιος Σολωμός θεωρήθηκε και θεωρείται ο εθνικός ποιητής της Ελλάδας, όχι μόνον γιατί έγραψε τον Εθνικό Ύμνο, αλλά και γιατί αξιοποίησε την προγενέστερη ποιητική παράδοση (κρητική λογοτεχνία, Δημοτικό τραγούδι) και ήταν ο πρώτος που καλλιέργησε συστηματικά τη δημοτική γλώσσα και άνοιξε τον δρόμο για τη χρησιμοποίησή της στη λογοτεχνία, αλλάζοντας ακόμη περισσότερο τη στάθμη της

A beautiful, passionate young woman symbolizes the spirit of freedom, Eleftheria . . .

Solomos on Women

This is an excerpt from “Free and Beseiged,” one of the great works of the Greek writer Dionysios Solomos, wherein he describes the attitude and behavior of some of the heroic women who struggled alongside their men for liberation from Turkish rule in the Greek War of Independence.

“Great soul and sweet, with joy I tell you,
I admire our women and in their name make mention.

I once feared that they would falter and observed them incessantly.

Tonight, as they had the windows open for the refreshing cool air, one of them, the youngest, went to close them, but another told her: “No, my child, leave them so that the smell of the food might come in; it is necessary that we get used to [being hungry].”
And so saying she opened wide the window, and the great smell and aromas poured inside and filled the room.

And the first one said: “Even our breeze is at war.”
One of the others stood near her child, who was close to death.
Another suggested, smiling, that each of them should tell their dreams to each other.

And one of them said: “It seemed to me that all of us, men and women, children and elders, we were all rivers- some small, some big, and we ran through landscapes full of light, landscapes of darkness, in valleys, over cliffs, up and down, and finally we arrived together at the sea in a great rush of passion.”

And a second one said:

I saw laurel trees. – And I saw light………………………..

And I saw, like fire, a beautiful woman whose hair flashed with light.

And after all f them had told the story of their dreams, the woman whose child was ready to die said: “You see, as in our dreams we think similarly, so it is in our desires and in all the other things we do.” And all the others agreed and gathered with love around her child, whose soul had just left.

See that these women behave admirably; they are great-souled, and say that they learn from us; they do not falter, even when their hope of bearing children for glory and happiness has been taken from them. Therefore we can learn from them, and we should adore them with devotion until the last hour.”

(translation: Eva Johanos)

Ο Δ.ΣΟΛΩΜΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ»απόσπασμα

«Ψυχή μεγάλη και γλυκειά, μετά χαράς σ’ το λέω:
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομά τους μνέω.

Εφοβήθηκα κάποτε μη δειλιάσουν και τες επαρατήρησα αδιάκοπα.

Απόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά, μία απ’ αυτές, η νεώτερη, επήγε να τα κλείσει, αλλά μία άλλη τής ειπε: “Όχι, παιδί μου• άφησε νά ΄μπει η μυρωδιά απο τα φαγητά• είναι χρεία να συνηθίσουμε”.
Κι έτσι λέγοντας εματάνοιξε το παράθυρο, και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων εχυνότουν μέσα κι εγιόμισε το δωμάτιο.

Και η πρώτη είπε: “Και το αεράκι μας πολεμάει”.
Μία άλλη έστεκε σιμά εις το ετοιμοθάνατο παιδί της.
Και άλλη είπε χαμογελώντας, να διηγηθεί καθεμία τ’ ονειρό της.

Και μία είπε: “Μου εφαινότουν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι, ήμαστε ποτάμια, ποιά μικρά, ποιά μεγάλα, κι ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτου, κι έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή”.

Και μία δεύτερη είπε:

Εγώ ‘δα δάφνες. – Κι εγώ φως …………………………

– Κι εγώ σ’ φωτιά μιαν όμορφη π’ αστράφταν τα μαλλιά της.

Και αφού όλες εδιηγήθηκαν τα ονείρατά τους, εκείνη πού ΄χε το παιδί ετοιμοθάνατο είπε: “Ιδές, και εις τα ονείρατα ομογνωμούμε, καθώς εις τή θέληση και εις όλα τ’ άλλα έργα”. Και όλες οι άλλες εσυμφώνησαν κι ετριγυρίσαν με αγάπη το παιδί της πού ‘χε ξεψυχήσει.

Ιδού, αυτές οι γυναίκες φέρνονται θαυμαστά• αυτές είναι μεγαλόψυχες, καί λένε ότι μαθαίνουν από μας• δε δειλιάζουν, μολονότι τους επάρθηκε η ελπίδα που είχαν να γεννήσουν τέκνα για τη δόξα και για την ευτυχία. Εμείς λοιπόν μπορούμε να μάθουμε απ’ αυτές και να τες λατρεύουμε έως την ύστερη ώρα.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *