http://youtu.be/qD-zNb2ZKMc
The poet Yiannis Ritsos talks about poetry. Filmed in 1988 in Karlovasi, Samos. |
Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος μιλάει για την ποίηση. Γυρισμένη στην Καρλόβασι, Σάμο το 1988. |
Moonlight Sonata Yiannis Ritsos & Melina Merkouri, part 1 A spring evening. A large room in an old house. A woman of a certain age, dressed in black, is speaking to a young man. They have not turned on the lights. Through both windows the moonlight shines relentlessly. I forgot to mention that the Woman in Black has published two or three interesting volume of poetry with a religious flavour. So, the Woman in Black is speaking to the Young Man: Let me come with you. What a moon there is tonight! Let me come with you We’ll sit for a little on the low wall, up on the hill, I know that each one of us travels to love alone, This house is haunted, it preys on me – Once it too was new – not the photograph that you are starting at so dubiously – Now I fold them in quarters, in eighths, in sixteenths We’ll pause for a little at the top of St. Nicholas’ marble steps, |
H Σονατα του σεληνοφωτος Ο Γιάννης Ρίτσος με την Μελίνα Μερκούρι, μέρος 1 Ανοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, μιλάει σ’ έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ’ τα δύο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι η Γυναίκα με τα Μαύρα έχει εκδώσει δύο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα Μαύρα μιλάει στον Νέο: Άφησέ με να έρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε! Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι, Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα, Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα, Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει – Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, – όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση δυσπιστία – Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας του Αϊ-Νικόλα, |
I know it’s very late. Let me, because for so many years – days, nights, and crimson noons – I’ve stayed alone, unyielding, alone and immaculate, even in my marriage bed immaculate and alone, writing glorious verses to lay on the knees of God, verses that, I assure you, will endure as if chiselled in flawless marble beyond my life and your life, well beyond. It is not enough. Let me come with you … This house can’t bear me anymore. This house, despite all its dead, has no intention of dying. Here, however quietly I walk through the mist of evening, At times, when evening descends, I have the feeling But who can play this game to the end? This house stifles me. The kitchen especially And in fact more than a few times I’ve discovered there, in the depths of drowning, One moment while I get my jacket. |
Το ξέρω η ώρα είναι πια περασμένη. Άφησέ με, γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια, έμεινα μόνη, ανένδοτη, μόνη και πάναγνη, ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και μόνη, γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού, στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μένουνε σα λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαρο πέρα απ’ τη ζωή μου και τη ζωή σου, πέρα πολύ. Δε φτάνει. Άφησε με να έρθω μαζί σου … Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια. Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω. Τούτο το σπίτι, παρ όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει. Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες στην άχνα της βραδιάς, Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο Φορές-φορές, την ώρα που βραδιάζει, έχω την αίσθηση Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι ; Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίνα Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί, στο βάθος του πνιγμού, Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου. |
Let me button your shirt – how strong your chest is – how strong the moon – the armchair, I mean – and whenever I lift the cup from the table a hole of silence is left underneath. I place my palm over it at once so as not to see through it – I put the cup back in its place; and the moon’s a hole in the skull of the world – don’t look through it, it’s a magnetic force that draws you – don’t look, don’t any of you look, listen to what I’m telling you – you’ll fall in. This giddiness, beautiful, ethereal – you will fall in – the moon’s marble well, shadows stir and mute wings, mysterious voices – don’t you hear them? Deep, deep the fall, Often I slip out to the pharmacy across the street for a few aspirin, Oh, are you going? Goodnight. No, I won’t come. Goodnight. The room grows dark. It looks as though a cloud may have covered the moon. All at once, as if someone had turned up the radio in the nearby bar, a very familiar musical phrase can be heard. Then I realize that “The Moonlight Sonata”, just the first movement, has been playing very softly through this entire scene. The Young Man will go down the hill now with an ironic and perhaps sympathetic smile on his finely chiselled lips and with a feeling of release. Just as he reaches St. Nicolas, before he goes down the marble steps, he will laugh – a loud, uncontrollable laugh. His laughter will not sound at all unseemly beneath the moon. Perhaps the only unseemly thing will be that nothing is unseemly. Soon the Young Man will fall silent, become serious, and say: “The decline of an era.” So, thoroughly calm once more, he will unbutton his shirt again and go on his way. As for the woman in black, I don’t know whether she finally did get out of the house. The moon is shining again. And in the corners of the room the shadows intensify with an intolerable regret, almost fury, not so much for the life, as for the useless confession. Can you hear? The radio plays on: |
Άσε να σου κουμπώσω το πουκάμισο – τι δυνατό το στήθος σου, – τι δυνατό φεγγάρι, – η πολυθρόνα, λέω κι όταν σηκώνω το φλιτζάνι απ’ το τραπέζι μένει από κάτω μιά τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη μου επάνω να μην κοιτάξω μέσα, – αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του, και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου – μην κοιτάξεις μέσα, έχει μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει – μην κοιτάξεις, μην κοιτάχτε, ακούστε με που σας μιλάω – θα πέσετε μέσα. Τούτος ο ίλιγγος ωραίος, ανάλαφρος θα πέσεις, – ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι, ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστιριακές φωνές – δεν τις ακούτε ; Βαθύ-βαθύ το πέσιμο, Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι για καμμιάν ασπιρίνη, Α, φεύγεις; Καληνύχτα. Όχι, δε θα έρθω. Καληνύχτα. (Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θα έκρυψε το φεγγάρι. Μονομιάς, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μια πολύ γνωστή μουσική φράση. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η “Σονάτα του Σεληνόφωτος,” μόνο το πρώτο μέρος. Ο νέος θα κατηφορίζει τώρα μ’ ένα ειρωνικό κι ίσως συμπονετικό χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και μ’ ένα συναίσθημα απαιλευθέρωσης. Όταν θα φτάσει ακριβώς στον Αη-Νικόλα, πριν κατέβει τη μαρμάρινη σκάλα, θα γελάσει, – ένα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θ’ ακουστεί καθόλου ανάρμοστα κάτω απ’ το φεγγάρι. Ίσως το μόνο ανάρμοστο να είναι το ότι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο. Σε λίγο ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί και θα πει: “Η παρακμή μιάς εποχής.” Έτσι, ολότελα ήσυχος πια, θα ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο του. Όσο για τη γυναίκα με τα μαύρα, δεν ξέρω αν βγήκε τελικά απ το σπίτι. Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνίες του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή, όσο για την άχρηστη εξομολόγηση. Ακούτε; Το ραδιόφωνο συνεχίζει.) … |
http://youtu.be/63FRasDGrhA
Elements of identity -Yiannis Ritsos The year of my birth possibly 903 B.C.- also possibly 903 A.D. I studied history of the past and the future (translation: Eva Johanos) |
Στοιχεία ταυτότητας -Γιάννης Ρίτσος Xρονολογία της γέννησής μου πιθανόν το 903 π.X. – εξίσου πιθανόν |
painting, S. Savidis, “Around and around, everyone” | πίνακας –Σ. ΣΑΒΒΙΔΗΣ, «Γύρω γύρω όλοι» |
“Disobedient State” (excerpt) Yiannis Ritsos And I, my brothers dream (translation: Eva Johanos) |
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ «ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ» απόσπασμα Κι εγώ, αδέρφια μου ονειρεύομαι |